Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Raymond Queneau: Ασκήσεις ύφους




Ραιυμόν Κενώ

Από τις ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΥΦΟΥΣ

Σημειώσεις

Σ’ ένα λεωφορείο της γραμμής S. Συνωστισμός. Ένας τύπος γύρω στα είκοσι έξι, καπέλο μαλακό με μια πλεξούδα στη θέση της κορδέλας, πολύ μακρύς λαιμός σα να του τον είχανε τραβήξει. Κόσμος κατεβαίνει. Ο περί ου ο λόγος αρπάζεται μ’ ένα διπλανό του. Τον κατηγορεί πως τον σπρώχνει κάθε φορά που κάποιος θέλει να περάσει. Τόνος κλαψιάρικος με κακές διαθέσεις. Καθώς βλέπει να ελευθερώνεται ένα κάθισμα, τρέχει και κάθεται. Δυο ώρες αργότερα, τον ξαναβλέπω στην Κουρ ντε Ρομ, μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ. Είναι μαζί μ’ ένα φίλο του που του λέει: «Πρέπει να ράψεις άλλο ένα κουμπί στο παλτό σου». Του δείχνει πού (στο πέτο) και γιατί.

Η υποκειμενική άποψη

Δεν ήμουν διόλου δυσαρεστημένος με το ντύσιμό μου εκείνη τη μέρα. Πρωτοφορούσα ένα παρδαλούτσικο καπέλο κι ένα παλτό, για το οποίο πολύ καμάρωνα. Μπροστά στο σταθμό Σαιν Λαζάρ συνάντησα τον Χ που προσπάθησε να μου χαλάσει το κέφι, θέλοντας να μου αποδείξει πως το παλτό μου ήταν πολύ ανοιχτό στο πέτο και πως θα ’πρεπε να προσθέσω εκεί ένα κουμπί. Πάλι καλά που δεν τόλμησε να θίξει το καπέλο μου.
Λίγο νωρίτερα, έβαλα όπως έπρεπε στη θέση του ένα παλιοτόμαρο, που το ’κανε επίτηδες να με ξενυχιάζει κάθε φορά που περνούσε κόσμος, ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας. Αυτό συνέβη σ’ ένα από κείνα τα βρωμερά λεωφορεία που πήζουν στη λαϊκούρα ακριβώς εκείνες τις ώρες που είμαι υποχρεωμένος να τα χρησιμοποιώ.

Κι άλλη υποκειμενική άποψη

Ήταν σήμερα δίπλα μου στο λεωφορείο ένα από κείνα τα μυξιάρικα που, ευτυχώς, εκλείπουν σιγά σιγά, γιατί καμιά μέρα θα σκότωνα κανένα από δαύτα. Ο λεγόμενος, ένα τσογλάνι γύρω στα είκοσι έξι, τριάντα, μου την έδινε πολύ, όχι μόνο για το μακρύ λαιμό του σαν ξεπουπουλιασμένης γαλοπούλας, αλλά και γιατί είχε στο καπέλο του αντί για κορδέλα ένα λεπτό μελιτζανί κορδόνι. Α το κάθαρμα! Πόση αηδία μου προκαλούσε! Όπως λοιπόν είχε πολύ κόσμο στο λεωφορείο εκείνη την ώρα, έβρισκα την ευκαιρία, κάθε φορά που στριμωχνόμασταν για να κατέβει ή να ανέβει ο κόσμος, να του χώνω τον αγκώνα μου στα παΐδια του. Στο τέλος μου την κοπάνησε, πάνω που ήμουν έτοιμος να του τραβήξω ένα ξεγυρισμένο ξενύχιασμα. Θα του ’λεγα ακόμα, μόνο και μόνο για να τον φτιάξω, πως το παλτό του ήταν πολύ ανοιχτό στο πέτο.

Διευκρινιστικό

Σ’ ένα λεωφορείο (και να μη γίνει σύγχυση με το: Εσένα λέω, φορείο!), παρατήρησα (και όχι παρατύρισα) έναν τύπο μ’ ένα (και όχι τυπωμένα) καπέλο στολισμένο με (και όχι καπέλο στολής μένομε) ένα πλεγμένο κορδόνι (και όχι κορδωμένο πλεχτό). Είχε ένα λαιμό παρατεταμένο (και όχι ένα μελό παραπεταμένο). Οι άνθρωποι ήταν συνωστισμένοι (και όχι συν όστις μένει). Με κάθε απότομη κίνηση του οχήματος (και όχι οχύρωση του κινήματος), ο παραπλήσιος τον πατούσε (και όχι ο παραπατήσας τον πλησίαζε). Ο νεαρός έγινε άνω ποταμών (και όχι ο ποταμός έγινε άνω νεαρών), μόλις όμως άδειασε μετά μια θέση (και όχι μια άδεια σε μετάθεση), πηδώντας πήγε προς τα κει (και όχι ο πηδών ας πει μια προσταγή).
Αργότερα τον πήρε το μάτι μου που λες (και όχι αργό τεράτων πυρετό, μα τι μου λες), να μιλά με το φίλο του (και όχι να μήλα με το φύλλο του) για ένα κουμπί στο πανωφόρι του (και όχι για ένα αποκούμπι στο ανηφόρι του).

Ομοιοτέλευτο

Ένα μεσημέρι, μέσ’ στο καλοκαίρι, μπήκα στο S για να με μεταφέρει στου Σαμπερέ τα μέρη. Δεν φυσούσε αγέρι κι όπως είχε μαζευτεί εκεί μέσα ένα ασκέρι, κινδύνευα να κολλήσω μπέρι μπέρι. Ακούω ένα μακρυχέρη, λιγνό σαν αγιοκέρι, να βρίζει κάποιον: «μαουνιέρη», για τα πλήγματα που του επιφέρει και που τον κάνουν να υποφέρει. Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει, καταλαβαίνοντας πως είναι χαμένος από χέρι, παρατά το νταραβέρι και, ενώ όλος ο κόσμος επιχαίρει, την κοπανά σαν περιστέρι.
Τον ξαναείδα πιο πέρι, έξω απ’ το σταθμό του Σαιν Λαζέρι, που ’χε ανοίξει κουβεντέρι για το πέτο στο παλτέρι.

Σονέτο

Ένας φτωχοταλαίπωρος, που θύμιζεν απάχη,
μ’ ένα καπέλο παρδαλό και με λαιμό μακρύ,
περίμενε — τι βάσανο! — στη στάση ένα πρωί,
να ’ρθει το λεωφορείο του για να ριχτεί στη μάχη.

Σα στάθη ομπρός του τ’ όχημα, μέσα του είπε «όρμα!»,
τι η απαντοχή τον έλιωσ’ ώσπου νά ’ρθει εκείνο το S,
και νιώθοντας πρωτόγνωρες και άγριες ηδονές,
έδωσε μια και βρέθηκε στου κήτους την πλατφόρμα.

Αλίμονο όμως του ’λαχε μπροστά του ένα γομάρι,
που μια, δυο, τρεις δεν άντεξε, τον έβρισε αφού
σε κάθε απότομη στροφή του πάταε το ποδάρι,

μα πήε και κάθισε μακριά, να διαλυθούν τα νέφη.
Αργότερα, ένας φίλος του, στην πόρτα ενός σταθμού,
για ένα μικρό σκατόκουμπο του χάλασε το κέφι.

Ιταλισμοί

Κοντά στο μετσοτζόρνο ήρθε το λεωφορέττο. Αβάντι! είπα μέσα μου και μ’ ένα σάλτο ήμουνα τροβάτος στο γκρίζο μαρσεπιέτο του. Εκεί είδα ένα τζόβενο σαν αρλεκίνο: λούνγκος σαν κατσαβίδι και πάνω στην τέστα του φορούσε ένα καπέλο με γαρνιτούρα μία τρέσα. Ξαφνικαμέντε, τα ’βαλε με τον βιτσίνο του (ένα σινιόρε ντελικάτο, όλο φινέτσα), γιατί — λέει — του πατούσε τα ποδαρίνια του. Καπάτσος όμως καθώς ήτανε, μόλις είδε ένα καθισματίνο λίμπερο, πήγε πρέστο να ριποζάρει τον καβάλο του.
Ντόπο δυο ωρίνες, τον ξαναείδα τον κανάγια. Ήταν στην πιάτσα Σάντο Λάζαρο, κομπανία μ’ ένα αμίκο του τάλε κουάλε, που του ’δινε κονσίλιες για ένα μποτόνι στο παλτό του.
Φινάλε.

Αμερικανισμοί

Ένα ντέι, γύρω στο νούνι, πάνω στο μπούσι που μας πήγαινε στο Σαμπερέι, λουκάρω ένα τζούνιορ σαν κλόουν: το νέκι του ήταν δέκα ίντσες και στο χάτι του είχε αντί για ριμπόνι ένα στρίνγκο. Στα ξαφνικέισιον, ο τζούνιορ έγινε φουντούκια κι ακιουζάρισε ένα τζέντλεμαν πως του πάταγε τα φούτια. Πριν όμως ο άλλος του δώσει κάνα σουτ και τον βγάλει μπι-ελ-αρ, διάλεξε ένα άδειο τσέρι σ’ ένα κόρνερ και βγήκε άουτ.
Δυο ώρες αργότερα, πήρα ένα νέο σοκ: είδα ξανά τον σταρ του σκετς έξω απ’ το μπαρ της Κουρ ντε Ρόουμ. Ήταν μ’ ένα φρέντι του του ίδιου σεξ, που του ’δινε οπίνιες για το κολάρο της ρεντιγκότας του.

Χωριάτικο

Ελόου μας, ματάκια μ’, διν ίχαμ’ αυτούνα τα χαρτάκια με τσ’ αριθιμοί απού παν’, αλλά στου καρ’ ανιβίκαμ’ που να μην έσωνε. Μουόλις πατήσαμ’ του πόδι μας (τι πατήσαμ’ δηλαδή, που λέει ο λόγος — πιτάμεν’ ήμασταν), τι ζούληγμα ήταν δαύτου γιόκα μ’, τι στριμουξίδ’! Δουόσαμ’ τα χριέματ’ δόξα να ’χει ου Κύριους μη μας πουν και τιέπουτ’, κάναμ’ μια γυρουβουλιά μι τ’ ματ’ και τι βλέπουμ’ μαθές: ίνα ντ’ρεκ’ ίσαμ’ κει παν’ μι κατ’ λαιμά κι ίνα καπέλου Βαγγελίστρα μ’! Του καπέλ’ εί­χε τριγύρ’ μια πλιεξούδ’! Και τι τούνα τσίμπησε κει που καθόντανε, γυρνάει μαθές κι λέει κατ’ λόγια στουν κύριου που ’ταν σμα ’τ κι μια κι δυο ιπίγ’ κι καθ’σ.
Τι βλέπουν τα ματάκια μας στην πολ’! Αμ δι σ’ είπ’! Που τουν ματάδαμ’ το ντ’ρεκ! Μπρουστά σ’ ίνα μεγάααλου σπιτ’ που κι ιγώ διν ξέρου τι ’ντουνα, να τους πάλ’ πάαινε κι ιρχούντανε μ’ ιν’ άλλου ντ’ρεκ ίδιου μπόι κι αμ τι θαρρείς που του ’κρέεν τ’ άλλου ντ’ρεκ ίδιου μπόι; Του ’κρεν «αυτούν’ τ’ κουμπί πριέπ’ να τ’ ράψ’ λίγου πιου παν’ να σ’ χαρώ». Σ’ αρσ’; Αυτά του ’κρεν’ του ντ’ρεκ τ’ άλλου ντ’ρεκ ίδιου μπόι.

Μάγκικο

Νταν μεσημέρι καβαλάω το ες. Σκάω τα λεφτά ως είναι φυσικόν και προχωράω στα παραμέσα. Να σου που λες κι ο δικός σου, ένας φιόγκος μ’ ένα σβέρκο σα τηλεσκόπιο κι ένα σπάγκο στην καπελαδούρα. Εγώ το κόβω το παιδί να πούμε γιατί έχει χάζι, όταν όλως αιφνιδίως γυρνά στον παραδίπλα και του τη βγαίνει ούτω πως: Λίγη προσοχή δε βλάφτει, πάτα και λίγο λεωφορείο, πώς μου ξηγιέσαι έτσι, κοντεύεις να μου δώσεις τα νύχια μου στο χέρι, και ούτω καθεξής. Πάνω που αδειάζει όμως μια θέση, γίνεται μπουχός και μην τον είδατε.
Διελθών αργότερα της Κουρ ντε Ρομ, τον ξαναπαίρνει ο οφθαλμός μου να ’χει πιάσει λακριντί μ’ έναν άλλο φιόγκο, σουλούπι τάλε κουάλε. Και τι γυρνάει ο δικός του και του λέει! Να ράψει κι άλλο ένα κουμπί άμα λάχει στο μπαρντεσού του!

μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης



Ο Ρεϊμόν Κενώ (Raymond Queneau, Χάβρη, 21 Φεβρουαρίου 1903- 25 Οκτωβρίου 1976) ήταν Γάλλος συγγραφέας, ποιητής, στιχουργός, μεταφραστής και μαθηματικός. Πολυσχιδής προσωπικότητα, με αίσθηση του χιούμορ και φαντασία, ανανέωσε τη γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία εισάγοντας τον προφορικό λόγο και υπογραμμίζοντας την έννοια του αστείου στα γαλλικά γράμματα.

Μοναχογιός του Αυγούστου Κενώ (Auguste Queneau) και της Ζοζεφίν Μινιό (Joséphine Mignot) που είχαν κατάστημα ψιλικών, ο Ρεϊμόν γεννήθηκε το 1903 στη Χάβρη. Εκεί μεγάλωσε και έκανε τις πρώτες σπουδές του. Πήγαινε συχνά με τον πατέρα του στον κινηματογράφο, διάβαζε πολύ και ξεκίνησε να γράφει από την εφηβική του ηλικία. Έπειτα πήγε στο Παρίσι για να πάρει πτυχίο φιλολογίας και φιλοσοφίας (License de philosophie et de lettres) από τη Σορβόνη (1924). Εκεί εκδηλώθηκαν για πρώτη φορά κρίσεις άσθματος.

Εκπλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στην Αλγερία και στο Μαρόκο, όπου ήρθε σε επαφή με την αργκό αλλά και με την αραβική γλώσσα, όμως παράλληλα παρακολουθούσε τη λογοτεχνική κίνηση από αρκετά κοντά. Είχε συνεργαστεί μάλιστα στην έκδοση της Σουρεαλιστικής επανάστασης αλλά από το 1929 είχε ήδη διακόψει τις σχέσεις του με το κίνημα του Αντρέ Μπρετόν για προσωπικούς και πολιτικούς λόγους. Παντρεύτηκε την Ζανίν Καν (αδερφή παλιάς ερωμένης του Μπρετόν-1928) με την οποία απέκτησε τον μοναχογιό του Ζαν Μαρί Κενώ (Jean-Marie Queneau) το 1934. Την ίδια χρονιά γράφτηκε στη σχολή «École pratique des hautes études» και παρακολούθησε σειρά μαθημάτων πάνω στον Χέγκελ από τον γνωστό καθηγητή Αλεξάντρ Κοζέβ (1935).

Διψασμένος για ταξίδια και γνώση επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1932 και ένιωσε βαθιά έκπληξη από το χάσμα που χώριζε την καθομιλουμένη από την καθαρεύουσα του γραπτού λόγου. Αυτός ο διαχωρισμός άλλωστε τον προβλημάτισε τόσο πολύ ώστε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για αυτόν καθώς στη συγγραφική του πορεία έθεσε τον στόχο να απαλλάξει τη γαλλική γλώσσα από τις συμβατικότητες του γραπτού λόγου.

Αφού επιστρέψει, θα εκδώσει το πρώτο του μυθιστόρημα, ένα μυθιστόρημα-ποίημα με τίτλο «Le chiendent» για το οποίο θα κερδίσει άλλωστε και το μόλις θεσπισμένο -με αφορμή το βιβλίο του- βραβείο των Ντε Μαγκό. Κατόπιν ακολουθούν κάποια αυτοβιογραφικά έργα: Les derniers jours (1936), Odile (1937), Les enfants du limon (1938). Παράλληλα εργάζεται ως τραπεζικός αλλά και ως πωλητής μέχρι να προσληφθεί από τον εκδοτικό οίκο Γκαλιμάρ ως αναγνώστης και έτσι να μπορέσει να αφιερωθεί περισσότερο στη συγγραφή. Ιδρύει μαζί με τον Ζωρζ Πελορσόν την επιθεώρηση «Volontées», γράφει και εκδίδει βιβλία. Η πρώτη του επιτυχία θα είναι το Pierrot mon ami (1942) και θα γίνει διάσημος το 1959 με το βιβλίο «Η Ζαζί στο μετρό» (Zazie dans le métro) που θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον Λουί Μαλ. Η υστεροφημία του Κενώ όμως θα επισφραγισθεί από τα «Γαλάζια λουλούδια» (Les Fleurs bleues, 1965) καθώς και από ένα παλαιότερο έργο του, τις «Ασκήσεις ύφους» (Exercices de style, 1947).

Για κάποιο διάστημα στη δεκαετία του '30 ο Κενώ μελέτησε και κατέγραψε αυτούς που αποκαλούσε «les fous littéraires» (Οι τρελοί λογοτέχνες), συγγραφείς που είχαν διακηρύξει διάφορες εκκεντρικές θεωρίες. Κατέληξε στη συγγραφή ενός τόμου που υπερέβαινε τις 700 σελίδες που κανένας εκδότης δε θέλησε να εκδώσει. Μέρος της τεράστιας εργασίας του ενσωματώθηκε στο έργο του Les enfants du limon μέσω του ήρωα, κυρίου Σαμπερνάκ (Monsieur Chambernac) που ήταν συγγραφέας της «Εγκυκλοπαίδειας των Ανακριβών Επιστημών», ενός βιβλίου για τους «τρελούς λογοτέχνες».

Καθώς είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τις επιστήμες, το 1948 γράφτηκε στη Μαθηματική Εταιρία Γαλλίας και μάλιστα αφοσιώθηκε στην εφαρμογή των μαθηματικών κανόνων στο λογοτεχνικό έργο. Από το 1950 συμμετείχε στο Κολλέγιο Παταφυσικής με το βαθμό του «Σατράπη» ενώ το 1951 τον δέχτηκε η Ακαδημία Γκωνκούρ και από το 1954 διηύθηνε τις εγκυκλοπαιδικές εκδόσεις του εκδοτικού οίκου Pleiade.

Κατά τη διάρκεια ενός συνεδρίου του κολλεγίου Παταφυσικής αποφάσισε μαζί με τον μαθηματικό Φρανσουά λε Λιονέ να ιδρύσουν την Ουλιπό (Oulipo, Ouvroir de la Litterature Potentielle = Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας) στην οποία συμμετείχαν πολλοί σημαντικοί λογοτέχνες.

Παρά τις πολλές απαιτητικές και διαφορετικές ενασχολήσεις του, ο Κενώ θα βρει τον χρόνο να εκφράσει την ποιητική του φλέβα αφού θα είναι άλλωστε και ο μοναδικός ποιητής που έχει καταφέρει να γράψει εκατό τρισεκατομμύρια ποιήματα («Cent Mille Milliards de Poèmes», 1961). Πρόκειται για ένα βιβλίο που έδινε τη δυνατότητα στον αναγνώστη να ανακατέψει τις λέξεις κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργηθούν σύμφωνα με τους υπολογισμούς του συγγραφέα εκατό τρισεκατομμύρια ποιήματα.

Ο Κενώ πέθανε στις 25 Οκτωβρίου 1976. Ο τάφος του βρίσκεται στο παλιό νεκροταφείο του Juvisy-sur-Orge, στην Εσόν (Essonne) έξω από το Παρίσι.

Πληροφορίες από: wikipedia