Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012

Μα η μάνα μου φοβότανε ότι θα γίνω ποιητής. Και μου ’σπασε τα χέρια.


Ο ΓΡΑΦΙΑΣ - Η μάνα μου φοβότανε... 

 Κείμενο σε πορφυρό ιλίγγου. Ο Γραφιάς θυμάται τα της γεννήσεώς του, τα παιδικά του χρόνια και τα προφητικά όνειρα που επισκέπτονταν τότε τον ύπνο του. Θυμάται επίσης (και κυρίως) τη σχέση του με τη μητέρα του. 

 Η μάνα μου φοβότανε μην απολέσει δια παντός της παρθενιάς της τα λειριά. Νοίκιασε ξένη μήτρα κι εδέησα να γεννηθώ πάνω σε κάτι βράχια. Γύρω-τριγύρω ‘‘φου’’ πολλά σαν χλοερά καυσαέρια, σαν στοιχεία καλολογικά. Όπου τσαλακωνόταν ο θεός, κατέρχονταν μηδίζουσες πολίχνες. Στο παρακάτω το σκαλί – να σου κι ο Πολυδεύκης. «Πού σε πετάξαν, άμοιρε;» γυρνάει και μου λέει. «Σε περιμένουν μύρια». Μα η μάνα μου φοβότανε, μ’ έκρυψε στο βρακί της. Είχε για μένα σχέδια. Μ’ ήθελε νοικοκύρη. Ν’ αράζω στο μπαλκόνι κάθε απόγευμα μ’ ένα φραπέ στο χέρι. 
Η μάνα μου φοβότανε, γιατί δεν είχα βράγχια. Πούλησε τρία στρέμματα, μου αγόρασε μπρατσάκια, στις παραλίες του ΕΟΤ ήλεκτρον να μαζεύω. Βουτάω στις έξι το πρωί και βγαίνω ματωμένος. Βουτάω ξανά στις δώδεκα και βγαίνω παλικάρι. Μα η μάνα μου φοβότανε που άσπρισε η γαστέρα της σαν λερωμένο γένι. Μ’ έστειλε πάλι πίσω. Ν’ αναδυθώ ως νήπιο, με νόμισμα στο στόμα. Να μη χρωστάω στο θάνατο – της Μιχαλούς μονάχα. 
Η μάνα μου φοβότανε, πουρνό-πουρνό μ' ασφάλισε στο ΙΚΑ. Όλο και κάποιον σφάζανε οι χίτες κι οι αντάρτες. Χρόνια πολλά ο πατέρας μου σ’ ένα άλλο ξερονήσι, που το ’χε στην Οδύσσεια – στους χάρτες το ’χαν σβήσει. Ύστερα τον κεντρίζανε στο σβέρκο να υπογράψει. «Ξέρεις», μου λέει στον ύπνο μου, «πρόσεχε πού θα βάζεις την πούτσα και την τζίφρα σου». Ξυπνάω αλαφιασμένος. Ανάμεσα στα σκέλια μου – σαν κέρατο στραβό ένα πράμα. Μα η μάνα μου φοβότανε τις παλιοσουρλουλούδες και δώδεκα ενιαυτούς μ’ έπαιρνε στο κρεβάτι της. «Όταν ζυγώσει ο καιρός τα μάτια σου να βγάλεις, μην πας από τον Κολωνό», αρχίζει τις σοφίες. «Σκαρφάλωσε στη φασολιά και φτάσε στα ουράνια». 
Η μάνα μου φοβότανε, γιατί ήμουν ασχημούλης και δεν το ’ξερα. Αφού δεν είχα τη θωριά, έπρεπε να ’χω προίκα. Κάτι πευκάκια έκαψε, μου ’χτισε ένα σπίτι και για να μην κουράζομαι, μου πήρε και βαρκούλα. «Να τη φωνάζεις Μαριγώ, να την κοιτάς στα μάτια». Όμως εγώ από μικρός χάζευα αλλού – στα μέρη τα υπέργεια των Καβείρων. Ζητούσα να εξιχνιαστούν τα χνώτα της ζωής μου. Ώσπου, εξεπιτούτου, με καλέσανε οι ίδιοι. Να πάω να δω από κοντά και να πιστέψω. Δεν θα ’φευγα δια παντός, στα ψέματα θα το ’κανα, να ’χουν μετά να με θυμούνται απροκάλυπτα. Μα η μάνα μου φοβότανε τα μέσα μου τα φίδια, που αλλού τα λένε “ξενιτιά” κι αλλού “πρόθυμη λήθη”. Κι εκεί που ψέλνω τεριρέμ, τα μέσα ερπετά να ελευθερώσω, όπως τραβούν τον χαρταετό, έτσι με φέρνει πίσω. 
Η μάνα μου φοβότανε σαν έμαθα να γράφω. Μου στέλνει τον Αλάριχο και κάποιον Φαναριώτη. Ένας παπάς λίγο πιο κει σαν γάτα μαγαρίζει, τσαλαβουτάει στα ράσα του, πνίγει αλκυονίδες. Κι από κοντά, κι από κοντά, τους έχει και τους σαλαγάει καταπάνω μου σαν δόντι ένα πλάσμα, τραπεζίτης. Φωνάζω – «Έλα, Ζέφυρε, εδώ κακοφορμίζω». Μα η μάνα μου φοβότανε ότι θα γίνω ποιητής. Και μου ’σπασε τα χέρια. 

 /Απόσπασμα από την υπό έκδοση σύνθεση "Ο Γραφιάς"/

Πάνος Σταθόγιαννης