Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009

Κάθε που δάκρυζε του ζητούσε να την γεμίσει με λέξεις. Λέξεις που νά ΄χουν μια ιδέα απο άγγιγμα δροσερών χειλιών πάνω σε μέτωπο ή απο σκιά αναμμένου σπίρτου στο σκοτάδι...




α΄
Κάθε που δάκρυζε του ζητούσε να την γεμίσει με λέξεις.
Λέξεις που νά ΄χουν μια ιδέα απο άγγιγμα δροσερών χειλιών
πάνω σε μέτωπο
ή απο σκιά αναμμένου σπίρτου στο σκοτάδι.
Κι εκείνος της έλεγε. Δεν την ένοιαζε άν ήταν αλήθεια ή ψέμματα.
Απλά τις ήθελε΄ - ούτε κι εκείνος προλάβαινε να εξακριβώσει
μέσα του το αληθές ή το ψευδές των λόγων του.
Τότ' εκείνη γαλήνευε. Τα μάτια της δύο σκούρα κομμάτια χαλάζι
που πλάγιαζαν απαλά στο σεντόνι της φωνής του.

Πότε πότε, τέτοιες στιγμές, θυμόντουσαν τα παιδικά τους χρόνια.
Δεν ήταν κοινά, ούτε καν όμοια.
Όσο εκείνη ήταν ακόμα παιδί, εκείνος περπατούσε, ήδη, το δάσος
κάποιου αποχωρισμού με το κρύο το φίλημα του θανάτου
στο τρυφερό μάγουλο.
Έπειτα ήρθε η μαζική, πρόσκαιρη και υποκριτική αγάπη που τον έβαλε
στο δικό του περιθώριο - αυτό της κλεφτής ματιάς προς
την τελειότητα.
Έπειτα οι προσευχές, τ΄ άσπρα κεριά πλάι στο μάρμαρο των Σταυρών
κι αργότερα ακόμη, το δεύτερο φίλημα του θανάτου
σε μάγουλα αντρικό.

Στο μεταξύ, πριν ακόμα γνωριστούν και αγαπηθούν, είχε κι εκείνη
αποκτήσει και ορθώσει τον δικό της Σταυρό.

β΄
Κάποια μέρα λοιπόν που δάκρυσε, του ζήτησε πάλι να την γεμίσει
με λέξεις.
Μα όπως άρχισε να μιλά, εκείνη πετάχτηκε και τού 'πε με φωνή
ψυχρή: ''λες ψέμματα''. Απέδωσε την, για κείνον, ύπαρξή της
στη φαντασία του και έφυγε.

γ΄
Λίγο καιρό μετά, εκείνος κατάλαβε πως όλα όσα της έλεγε ήταν
αλήθεια. και πως αυτό πού 'χε αγαπήσει απο κείνη, δεν ήταν
απαύγασμα της φαντασίας του μα εκείνο το κομμάτι της που αποφάσισε
χάριν αυτού του κόσμου, να πετάξει.
Εκεί ανήκε κι ο ίδιος: στο πιό τρυφερό της βλέμμα.

δ΄
Κάποτε ένα κρύο χάδι βεβαιώνει τα πάντα.

ε΄
Κι αχ, σ΄έναν κόσμο που βιάζεται, οι πιό ωραίες μας αλήθειες
είναι μακροπρόθεσμες στην απόδειξη.
Πούστη χρόνε.

Αθανάσιος Κούρτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: