Μνήμη Σαχτούρη
Έχουν και τα αισθήματα τον χρόνο τους: μπορεί να είναι σύγχρονα ή υστερόχρονα. Τα υστερόχρονα (εύκολα ή και ύποπτα) περισσεύουν - αυτά ακούγονται συνήθως στους επικήδειους λόγους. Τα άλλα, όσα δηλώνονται στην ώρα τους, σπανίζουν. Τούτο ισχύει τόσο στη ζωή όσο και στην ποίηση. Ο Μίλτος Σαχτούρης έζησε την ανισόρροπη αυτή μοιρασιά της κριτικής και του αναγνωστικού κοινού για το έργο του, και την αποτύπωσε σε κάποια ποιήματά του με μαύρο χιούμορ. Ελπίζω η δική μου εκτίμηση για τον ποιητή να μην έφτασε πολύ αργά.
Ομολογήθηκε πρώτη φορά το 1978 σε πανεπιστημιακά μαθήματα, που έγιναν καθ' οδόν επιφυλλίδες του «Βήματος», προτού συγκροτηθούν σε τομίδιο το 1980. Ο λόγος για το, εξαντλημένο εδώ και χρόνια, βιβλίο που φέρει τον τίτλο «Μίλτος Σαχτούρης: Ανθρωποι-Χρώματα-Ζώα-Μηχανές» (δημοσιεύτηκε στις εκδόσεις Γνώση, με την επιμέλεια του Μάνου Ελευθερίου, στον οποίο οφείλεται και η απογραφή της κριτικής από το 1945 έως το 1980). Αργότερα είδαν το φως δύο ακόμη μελετήματα (το «Αντιχάρισμα» και οι «Παραμορφώσεις του Οιδίποδα στη νεοελληνική ποίηση»), που ενσωματώθηκαν αντιστοίχως στους τόμους «Πίσω Μπρος» (1986) και «Διαλέξεις» (1992).
Ξεκινώντας εκείνο το μακρινό φθινόπωρο του 1977 τα μαθήματα για τον Σαχτούρη στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης, παρεκάλεσα τον ποιητή να μας στείλει, αν ήθελε, έναν δικό του χαιρετισμό. Ανταποκρίθηκε αμέσως και ιδού το αποκαλυπτικό γράμμα του, με οκταήμερη ημερομηνία γραφής «17-25 Δεκεμβρίου 1977» και τίτλο «Σαν αυτοπαρουσίαση»:
Πρέπει απαρχής να πω ότι ποτέ δεν σκέφτηκα να εξηγήσω τα ποιήματά μου. Θυμάμαι μόνο πως γράφτηκαν σε ώρες απρόσμενες· νύχτες χειμωνιάτικες, κουκουλωμένος σε μια κουβέρτα, πεταγόμουν ξαφνικά απ' το κρεβάτι, σαν μια αστραπή, σαν κάτι κόκκινο να με χτύπησε στο κεφάλι, έφτιαχνα τον σκελετό του ποιήματος κι ύστερα έπεφτα και κοιμόμουνα.
Όμως μέρες πολλές ύστερα τα δούλευα, όπως ο τεχνίτης δουλεύει ένα οποιοδήποτε αντικείμενο, κι αν στο τέλος δεν με ικανοποιούσε, το έσχιζα και το πετούσα. Τα περισσότερα τα πετούσα. Ποτέ δεν κάθησα a priori να γράψω ένα ποίημα. Έτσι όλα τα έγραψα, όπως λέω παραπάνω.
Άλλα τη νύχτα, άλλα σε παγωμένα καφενεία της Κατοχής, σε έρημες ταβέρνες στο Νέο Φάληρο, ακτή Πρωτοψάλτη, κοντά στο μεσαιωνικό τυπογραφείο του Ταρουσόπουλου (με τι νοσταλγία τις θυμάμαι!).
Μια φορά συνάντησα τον Σεφέρη σ' ένα βιβλιοπωλείο (λίγο πριν φύγει για την Αγγλία).
- Γράφετε; με ρώτησε.
- Ναι, συνεχώς, του απάντησα, γράφω και σχίζω.
- E, λοιπόν, μου λέει, να γράφετε, γιατί θά 'ρθει μια μέρα που δεν θα μπορείτε να γράφετε τόσο εύκολα.
Τι δίκαιο που είχε ο σοφός ποιητής!
Τώρα βλέπω τα ποιήματά μου όλα μαζί, με αφορμή που τα ξανατυπώνω. Ολόκληρη ζωή τριάντα χρόνων περνάει μπροστά μου.
Βλέπω ότι πολλά έχουν ατέλειες, άλλα είναι σκοτεινά και δύσκαμπτα, αλλά βλέπω ότι είναι α λ η θ ι ν ά και πως δεν θα μπορούσα αλλιώς να τραγουδήσω.
Παράξενα μου φαίνονται τα καινούρια που γράφω (ακόμη και πολλά που περιέχονται στην τελευταία μου συλλογή «Το Σκεύος», 1971).
Σα νά 'χουν γραφτεί από έναν άλλον άνθρωπο που πέρασε μια κόλαση και τώρα είναι λίγο, πολύ λίγο, πιο ησυχασμένα.
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Στο μεταξύ είχε αποτυπωθεί και η φωνή του ποιητή. Στον δίσκο «Ο Σαχτούρης διαβάζει Σαχτούρη» ο ποιητής απαγγέλλει τα ποιήματά του σαν παιδί, αμήχανα και αθώα, με ένα είδος παγωμένης συγκίνησης που απαγορεύει την αισθηματολογία και τον ναρκισσισμό. H αίσθηση της φωνής σημαδεύει την αίσθηση της ποίησης, με συντροφική μοναξιά, με φιλάνθρωπη αποκάλυψη, με απορία για τον κόσμο και τα άκοσμά του. Θα κλείσω τη μνημονική ομολογία αντιγράφοντας ένα ποίημα του Σαχτούρη, μπορεί και το καλύτερο που έγραψε. Τίτλος του: Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ.
Το μυαλό μου κουρασμένο / πώς έπεσα / και τσακίστηκα // τώρα / με δεκανίκια / χρυσά τρίγωνα, χρυσά τετράγωνα γύρω κρεμνάω // τώρα η άσπρη φίλη μου, μαύρο φάντασμα / τώρα η μαύρη φίλη μου άσπρο φάντασμα / κι εκείνη που χάθηκε με τ' ασημένιο καρφί / στον ποταμό / δεν ξέρω ποιος; ο ήλιος ή το χιόνι // δεν ξέρω ποια; τα χελιδόνια ή τα σπουργίτια // μετράω ολοένα μετράω / η μητέρα μου ολοένα κλαίει / μετράει η μητέρα μου ολοένα μετράει.
* Στον δίσκο «Ο Σαχτούρης διαβάζει Σαχτούρη» ο ποιητής απαγγέλλει τα ποιήματά του σαν παιδί, αμήχανα και αθώα, με ένα είδος παγωμένης συγκίνησης